φυτοπίλημα

φυτοπίλημα
και αδόκιμος τ. φυτοβεζοάριο, το, Ν
ιατρ. ξένο σώμα, σφαιροειδούς συνήθως σχήματος, στον στόμαχο, αποτελούμενο από υπολείμματα φυτικών τροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phytobezoar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”